σχετίζω — σχετίζω, σχέτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: σχετίζω, σχετίζομαι : στην ενεργητική φωνή πιο εύχρηστο είναι το ρ. συσχετίζω, με την ίδια έννοια. Στην παθητική φωνή το σχετίζομαι σημαίνει → έχω σχέση με κάτι ή κάποιον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχετίζω — σχέτισα, σχετίστηκα, σχετισμένος 1. αντιμετωπίζω κάτι σε συνάρτηση με κάτι άλλο: Σχετίζει την τωρινή εποχή με άλλες παλιότερες. 2. το μέσ., σχετίζομαι έχω φιλικούς δεσμούς με κάποιον: Σχετίζεται με σπουδαία πρόσωπα. 3. έχω σχέση με κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συσχετίζω — Ν 1. σχετίζω κάτι με κάτι άλλο 2. (κατ επέκτ.) αναζητώ ή καθορίζω την μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σχετίζω (< σχέση). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Παν. Χιώτη] … Dictionary of Greek
σχέτιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σχετίζω, συσχέτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχετίζω. Η λ., στον λόγιο τ. σχέτισις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… … Dictionary of Greek
σχετίζομαι — σχετίζομαι, σχετίστηκα, σχετισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: σχετίζω, σχετίζομαι : στην ενεργητική φωνή πιο εύχρηστο είναι το ρ. συσχετίζω, με την ίδια έννοια. Στην παθητική φωνή το σχετίζομαι σημαίνει → έχω σχέση με κάτι ή κάποιον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συσχετίζω — συσχέτισα, συσχετίστηκα, συσχετισμένος 1. σχετίζω κάτι με ένα άλλο, συνδυάζω: Μη συσχετίζεις τα δύο ζητήματα. 2. καθορίζω τη σχέση ανάμεσα σε δύο πράγματα ή πρόσωπα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)